ευπαθής

ευπαθής
-ές (ΑΜ εὐπαθής, -ές)
(για πρόσωπα)
1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή
2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος
νεοελλ.
(για φυσικά όργανα ή συσκευές) αυτός που σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις και επιδράσεις, ο ευαίσθητος
αρχ.
1. ευχάριστος, τερπνός
2. (με ηθική έννοια) ευσυγκίνητος στα ψυχικά πάθη, ευαίσθητος.
επίρρ...
ευπαθώς (Α εὐπαθῶς)
νεοελλ.
με ευπαθή τρόπο
αρχ.
με ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παθής (< πάθος), πρβλ. α-παθής, πολυ-παθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐπαθής — enjoying good things masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα, που αρρωσταίνει εύκολα, αλλ. ευαίσθητος. 2. για όργανα μέτρησης, αυτός που λειτουργεί με μεγάλη ακρίβεια: Ευπαθές μηχάνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπαθῆ — εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπαθής enjoying good things masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπαθής enjoying good things masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθέστερον — εὐπαθής enjoying good things adverbial comp εὐπαθής enjoying good things masc acc comp sg εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθεστέρων — εὐπαθής enjoying good things fem gen comp pl εὐπαθής enjoying good things masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθές — εὐπαθής enjoying good things masc/fem voc sg εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθέστατα — εὐπαθής enjoying good things adverbial superl εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθέστατον — εὐπαθής enjoying good things masc acc superl sg εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθεστάτη — εὐπαθής enjoying good things fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθεστάτην — εὐπαθής enjoying good things fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”