- ευπαθής
- -ές (ΑΜ εὐπαθής, -ές)(για πρόσωπα)1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστοςνεοελλ.(για φυσικά όργανα ή συσκευές) αυτός που σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις και επιδράσεις, ο ευαίσθητοςαρχ.1. ευχάριστος, τερπνός2. (με ηθική έννοια) ευσυγκίνητος στα ψυχικά πάθη, ευαίσθητος.επίρρ...ευπαθώς (Α εὐπαθῶς)νεοελλ.με ευπαθή τρόποαρχ.με ηδονή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παθής (< πάθος), πρβλ. α-παθής, πολυ-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.